- γεροῖα
- γεροῖα, τά,A tales of old time, Corinn.20: as title of poems by her, Ant.Lib.25 (prob.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γεροία — γεροῑα, τα (Α) διηγήσεις ή άσματα τού παλιού καιρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γεροία (πιθ. να πρέπει να αναγνωριστεί Fεροῑα) προέρχεται από ένα κύριο όνομα Γέρως (< γέρων), ως υστερογενής ονοματικός σχηματισμός κατά τα επίθετα σε οιος … Dictionary of Greek
γεροίων — γεροῖα tales of old time neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)